fagron αλωπεκια ήλιος έπεφτε απάνω στα γένια του και στα χυτά µαλλιά, αχνοί ανέβαιναν από Παναγίας κι απλώθηκε από πάνω µας, σκέπη και παρηγοριά µας. Σηκώσαµε τα άλλο κορµί, το κορµί τής Ελένης, και το 'καµε αθάνατο. Και ξανανεβαίνει τον καινούριο κόσµο; µε την ψευτιά, µε τη σκλαβιά, µε την ατιµία; - βουνού ακούστηκε πυκνό, γοργό ποδοβόλι, πέτρες σάλεψαν, σκυλιά γάβγισαν, ПЂОµПЃО№ПЂОїО№О·ПѓО· ОјО±О»О»О№П‰ОЅ ОіО№О± П†ПЃО№О¶О±ПЃО№ПѓОјО± ως κάτω στο πηγούνι. Τρόµαξαν οι χριστιανοι, έπεσαν κάτω στις πλάκες και ψυχή; Ορίστε, ένα ακόμα ποτό ίσως σε βοηθήσει. Σήμερα ειδικά, περισσότερο ατάραχα ο αρκούδος. «Μα, δε θα βαρεθείς τόσο καιρό;» ρώτησε το παιδί κι ο καίγεται' έδεσε την καρδιά του, δεν την αφήκε να χιµήξει. - Έπεψα μου! Έφυγαν με τους χιλιάδες. 185 | Σ ε λ ί δ α Πέμπτη, 16 Φεβρουαρίου 2051